Δύο από τους κορυφαίους
Πατέρες της Εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, καταγράφουν
και προσδιορίζουν ταυτόχρονα με τον πιο συνοπτικό τρόπο την αισθητική και θεολογική
διάσταση δυο λειτουργικών τεχνών. Πρόκειται, αντίστοιχα, για το «μουσικό λόγο»
και το «ζωγράφο λόγο». Σ’ αυτή τη λογοποίηση της λατρείας η Εκκλησία επενδύει ολόκληρο
το κήρυγμα της σε μια θαυμαστή αλληλουχία ακολουθιών μέσα στο εορτολόγιο. Συνεπώς,
η μύηση στην αλήθεια της Εκκλησίας και το κατηχητικό η μορφωτικό της έργο ασκείται
κυρίως στη Θεία λατρεία, μέσα στους λειτουργικούς κύκλους των ακολουθιών και τη
Θ. Λειτουργία, όπου η θεολογία γίνεται ποίηση, ψαλμωδία, εικόνα, κίνηση. Σχετικά
και ειδικότερα με την ψαλμωδία, το ιδιόμορφο αυτό κατηχητικό και εκπαιδευτικό έργο
έχει ανατεθεί στη συμπαθή ιεροψαλτική τάξη, τους εντεταλμένους ψαλμωδούς, οι οποίοι
εκπροσωπούν τους υμνολόγους, του επί της γης σωτηριώδους έργου του Κυρίου, των
θαυμασίων της Θεοτόκου και των Αγίων. Προφανέστατα η κυρία ευθύνη, ούτως ώστε
το σημαντικότατο αυτό έργο να βρίσκεται πάντοτε προσαρμοσμένο στο χαρακτήρα και
την αποστολή της θ. λατρείας, όπως την προδιέγραψαν οι Πατέρες και η ιερά παράδοση,
ανήκει στους ιεροψάλτες. Έτσι, οι θεμελιώδεις αρχές του ιεροψαλτικού διακονήματος
και της αισθητικής και θεολογικής του προοπτικής συνιστούν εκ των πραγμάτων μείζονα
θέματα, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με μια σαφώς επιστημονική προσέγγιση,
στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού μοντέλου. Από την άποψη
αυτή η παρούσα εισήγηση παρουσιάζει συγκεκριμένα στοιχεία που οριοθετούν το
πλαίσιο μιας χαρακτηριστικής αισθητικής και θεολογικής προσέγγισης της ψαλτικής
τέχνης.
Από την αρχή πρέπει
να διευκρινιστεί ότι η αισθητική της μουσικής, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλη
μορφή τέχνης, υφίσταται κάθε νέα εποχή τις ανάλογες προσαρμογές της. Το καθολικό
αυτό αίτημα ακολουθεί και την εκκλησιαστική μουσική. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σταθερές
παράμετροι, τις οποίες με κανένα τρόπο δεν πρέπει να παραθεωρήσει η να υπερβεί
ο εκκλησιαστικός καλλιτέχνης.
Σύμφωνα λοιπόν
με την εκκλησιαστική αντίληψη τα πάντα γίνονται «ευσχημόνως και κατά την τάξιν». Έτσι η εικόνα ονομάζεται αγιογραφία,
ενώ η ψαλμωδία και οι θείες ωδές ιερογραφία. Επειδή ακριβώς και οι δυο τέχνες έχουν
το δικό τους ιερό χαρακτήρα, τους ιδιαίτερους
αισθητικούς κανόνες τους που δεν προσδιορίζονται
από την κοσμική παράδοση, γιατί εκφράζουν τη θεία οικονομία, τα δόγματα της πίστεως
και το μυστήριον της θεολογίας. Είναι βέβαια γνωστός ο σκηνικός χαρακτήρας της
θ. λατρείας. Ωστόσο το λειτουργικό τυπικό είναι η σκηνική παράσταση της αγίας Γραφής.
Με τις προϋποθέσεις αυτές καθορίζονται όλες οι τεχνικές αρχές και η αισθητική
της ιεράς ψαλμωδίας που συνοψίζει την καθολική συνείδηση και τη γενική ιδέα της
Εκκλησίας. Η εμπειρία αυτή έχει καταδείξει ότι κανένα δόγμα και καμία αλήθεια
της Εκκλησίας δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τη λειτουργική διάσταση, στην οποία
βιώνεται δοξολογικά και ευχαριστιακά το μυστήριο της οικονομίας, ο καινούριος κόσμος
της χάριτος, η μεταμόρφωση και η τελείωση του. Στο ίδιο πλαίσιο της λειτουργικής
σύναξης με την ιερά ψαλμωδία πιστοποιείται και η ενότητα της διδασκαλίας, ο σύνδεσμος
της αγάπης και η ευταξία της Εκκλησίας. Κατά συνέπεια, η λειτουργική ποίηση και
μουσική δεν είναι συναισθηματικές τέχνες, δε συνδέονται με το προσωπικό γούστο
και δεν έχουν σχέση με τη γοητεία των αρμονιών, τη συγκίνηση και το ρομαντισμό.
Αντίθετα, η ψαλμωδία του αποφατισμού είναι το παλιό καλό γλυκό κρασί των αγιογραφικών
και πατερικών κειμένων, δοσμένο από τους νέους ασκούς, τους πνευματοφόρους ασκούς, τους υμνολόγους της Εκκλησίας, τους «θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν», τη σκηνική παράσταση των ιερών δρωμένων, τη λειτουργική εμπειρία
της Εκκλησίας. Την δυναμική αυτή της ψαλμωδιας με όλη την αισθητική της προσέγγιση
διατυπώνει θαυμάσια ο συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης
«η ιερογραφία των θείων ωδών έχει σκοπό να υμνήσει όλες τις θεολογίες και τις θεουργίες.
Όλα όσα, δηλαδή, διατυπώνονται αντίστοιχα στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, και να
καταστήσει καθολική όχι μόνο την ωδή των θείων δρωμένων αλλά και την αφήγηση.
Τη μουσική δηλαδή και την ανάγνωση. Και αυτό γίνεται για την υποδοχή και τη μετάδοση
ολόκληρης της ιεραρχικής τελετής. Έτσι η ιερογραφία δημιουργεί συνήθεια οικεία
σ’ αυτούς που την ιερολογούν ενθέως».
Ωστόσο η μυστική
θεολογία διευρύνει την αισθητική της θεώρηση, όταν σημειώνει ότι «η περιεκτική
των πανίερων υμνολογία» εναρμονίζει τις ψυχικές
έξεις με τη θεία ιερουργία. Ακόμη, οι θείες ωδές καλλιεργούν την ομοφωνία και
τη ομοφροσύνη προς τα θεία, σε όλους και στον καθένα χωριστά. Έτσι το μυσταγωγικό
και κατηχητικό έργο της Εκκλησίας γίνεται σαφέστερο με περισσότερες παραστάσεις
και ανατάσεις από τη μελωδική ανάγνωση των αγιογραφικών κειμένων. Η μυσταγωγία λοιπόν
του λειτουργικού μέλους διαμορφώνει την ειδική καλλιτεχνική εμπειρία της Εκκλησίας,
η οποία, όπως συμβαίνει και στις άλλες τέχνες
γενικά στον ορθόδοξο χώρο, δεν εξυπηρετούν τη ευχαρίστηση και την τέρψη του πιστού.
Αντίθετα τον κάνουν να ταυτίζεται με τη θεία υπόθεση. Συνεπώς, ο ορθόδοξος καλλιτέχνης
ακολουθεί μια τεχνοτροπία που δεσμεύεται από τη γενική ιδέα της Εκκλησίας. Υπάρχουν
δηλαδή στην ορθόδοξη τέχνη σταθερά πρότυπα και τεχνικά χαρακτηριστικά, που υπενθυμίζουν,
σύμφωνα με το συγγραφέα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τα απηχήματα της θείας αρμονίας.
Τα πρότυπα αυτά δηλαδή στη μουσική θεωρούνται ως μια ηχώ των αγγελικών ύμνων. Ο
Ησαΐας «την θεαρχικήν εκείνην και πολυτίμητον υμνωδίαν εμυσταγωγείτο του τυπούντος
την όρασιν Αγγέλου», την οποίαν «η
θεολογία τοις επι γης παρέδωκεν εν οίς ιερώς
αποφαίνεται το της υπερτάτης αυτής
ελάμψεως υπερέχον». Βρισκόμαστε στην καρδιά της Αρεοπαγητικής Θεολογίας.
Λέξεις και όροι με ειδικό βάρος και ακριβολογία. Ανέκαθεν η λειτουργική μουσική
αποτελείται από μια σειρά συζευγμένων φράσεων, τις γνωστές στη θεωρία της μουσικής
θέσεις, που πιστά δημιουργούν μια ευρύτερη σύνθεση. Ο μελοποιός και ο υμνογράφος,
ευθυγραμμισμένοι με την αισθητική αυτή αντίληψη, ακολουθούν πιστά συγκεκριμένα μορφολογικά
πρότυπα, όπως και ο ζωγράφος, που δουλεύει πάνω στην τεχνοτροπία των προκατόχων
του. Στη θ. λατρεία οι δυο τέχνες αλληλοσυμπληρώνονται. Η ζωγραφική με τη δυναμική της εποπτείας και της απεικόνισης
της στιγμής των ψυχικών διαθέσεων και η μουσική με την αμεσότητα του βιώματος.
Της ίδιας δηλαδή της ψυχικής κατάστασης, όπως εκδηλώνεται και εξελίσσεται στο λειτουργικό
τυπικό.
Στη βάση της αισθητικής
αυτής θεώρησης, που προτείνει και διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο ήθος και που αφορά
πρωτίστως την εκκλησιαστική μόρφωση και κατήχηση των πιστών, οικοδομείται και ο
θεολογικός χαρακτήρας του λειτουργικού μέλους. Η πρακτική δηλαδή της Ορθοδοξίας,
ακόμη και στην πιο απλή μορφή της, συνδέεται αναπόσπαστα με τη διδασκαλία και
τη θεολογία της Εκκλησίας. Ειδικότερα, η λειτουργική μουσική πολύ γρήγορα εμπλουτίζεται
με ένα θεολογικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της πατερικής διδασκαλίας. Το περιεχόμενο
αυτό αφορά το ευχαριστιακό ήθος και την εν Χριστώ μόρφωση, που συνιστούν τις προϋποθέσεις του μυσταγωγικού
έργου της Εκκλησίας. Έτσι προβάλλονται ορισμένοι θεολογικοί συμβολισμοί, εικόνες
και τύποι, που συμβάλλουν αποφασιστικά στον καταρτισμό των πιστών. Ωστόσο, η λειτουργική
μελωδία, ως λόγια παράδοση, υπομνηματίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας με την προοπτική
της πρωτολογίας, της σωτηριολογίας και της εσχατολογίας και με τα δυο μεγαλα
ρευματα του ποιητικου μουσικου λόγου, τους ύμνους και τους ψαλμούς, δηλαδή την ιερογραφία
των τροπαρίων και το Ψαλτήριο. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Μ. Βασιλείου
για το ψαλτήριο: «Ενταύθα ένι θεολογία τελεία».
Κεντρικά θέματα
της ασματογραφίας γίνονται, όπως είναι φυσικό το μυστήριο του Σταυρού και της Ανάστασης,
που δημιουργούν τον κεντρικό πυρήνα του εορτολογίου και του λειτουργικού τυπικού.
Μέσα από την προοπτική αυτή όμως προβάλλει
ο εσχατολογικός συμβολισμός της ογδόης ημέρας, ως τύπος του μέλλοντος αιώνος. Έτσι,
με τον αριθμό οκτώ, που γίνεται η βάση της μουσικής θεωρίας των οκτώ ήχων, εκφράζεται
η δύναμη της Αναστάσεως, του ανεσπέρου φωτός, της αιωνιότητος του αγέραστου αιώνα.
Η πρακτική αυτή ρύθμιση δημιουργεί τον κινητό λειτουργικό κύκλο των οκτώ εβδομάδων
με την οκτάηχη υμνογραφία. Στην ίδια βάση
δημιουργείται ολόκληρος ο λειτουργικός κύκλος με τις δεσποτικές, τις θεομητορικές
και τις εορτές των Αγίων. Κοινή κατεύθυνση των βιωμάτων αυτών το κοινό Δείπνο,
η εορτή των εορτών, η συνανάσταση, η συνέγερση.
Αναμφίβολα, η λειτουργική
μελωδία υπηρετεί ένα υψηλό διακόνημα, τη γενική ιδέα της Εκκλησίας, που είναι η
μεταμορφωμένη οικουμένη, η άλλη βιωτή της αιωνίου απαρχή. Συνεπώς, το λειτουργικό
μέλος είναι ομοούσιο γέννημα της ίδιας αισθητικής και θεολογικής αντίληψης. Αναλυτικότερα,
ο ορθόδοξος μελωδός διαφοροποιείται εντελώς από τους σύνθετες της κοσμικής μουσικής
. Αντλεί βέβαια επιλεκτικά διάφορα δομικά πολιτιστικά στοιχεία , αλλά τα μετουσιώνει
και τα εντάσσει οργανικά στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, η ορθόδοξη ψαλμωδία,
όπως και η ορθόδοξη ζωγραφική καθιερώνει ορισμένους σταθερούς τύπους η πρότυπα
και είναι προσκολλημένη σ αυτά. Η λειτουργική δηλαδή μουσική, έχει ένα δικό της
μελικό κύκλωμα με σταθερή εσωτερική οργάνωση που περιορίζεται στην κωδικοποίηση
των οκτώ ήχων. Κάθε ένας από τους ήχους χειρίζεται, αυστηρά, μια χαρακτηριστική
σειρά μελικών προτύπων, που δεσμεύονται από συγκεκριμένους τεχνικούς κανόνες
της θεωρίας της μουσικής. Τα μελικά πρότυπα αποτελούν τις «θέσεις» η τα μελωδικά
υποδείγματα, που απαρτίζουν τις μουσικές περιόδους και φράσεις. Μια ακολουθία συζευγμένων
φράσεων δημιουργεί τα διάφορα είδη της μελοποιίας, τα οποία ταξινομούνται, σύμφωνα
με τη θεωρία, σε διάφορους κατηγορίες. Οι χαρακτηριστικές αυτές συνθέσεις, στο πλαίσιο
του τονικού ρυθμού με την ιδιόρρυθμη αισθητική τους, υποβάλλουν αποκλειστικά
και μόνο τους λειτουργικούς και θεολογικούς συνειρμούς των ιερών συνάξεων και ακολουθιών.
Συνεπώς, το φάσμα αυτό των λειτουργικών συνθέσεων, της τέχνης της μελουργίας,
όπως καθορίζεται στην εκκλησιαστική παράδοση έχει δική του θεωρητική και πρακτική
εφαρμογή. Πρέπει να αναφερθεί ότι η ψαλτική
παράδοση της Ορθοδοξίας, η γνωστή ως βυζαντινή μουσική, συνιστά μια από τις μεγαλύτερες
αυτόνομες, σημειογραφικά και τεχνικά μουσικές παραδόσεις και συγκροτεί λόγω του
μεγέθους και της πρωτοτυπίας της ένα ολόκληρο μουσικό πολιτισμό. Επτά χιλιάδες περίπου
μουσικοί κώδικες και ένας μεγάλος αριθμός
ανώνυμων και επώνυμων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελουργών καταδεικνύουν
τη σπουδαιότητα του μνημειακού, αλλά και του ζώντος αυτού πολιτισμού. Σήμερα
στη λειτουργική πράξη χρησιμοποιείται ένα συγκεκριμένο μέρος του εκκλησιαστικού
μουσικού ρεπερτορίου. Ωστόσο το ερευνητικό ενδιαφέρον για το βυζαντινό μέλος συνεχώς
αυξάνεται, όταν επιστήμονες από όλο τον κόσμο ασχολούνται συστηματικά με τα θέματα
αυτά.
Στο σημείο αυτό πρέπει
να αναφερθεί, ότι η βυζαντινή ψαλτική, όπως και η αγιογραφία, όχι μόνο άντεξαν σθεναρά,
αλλά και έδρασαν εκπαιδευτικά κατά το διάστημα της μακράς δουλείας. Δοκιμάστηκαν
όμως επικίνδυνα λίγες δεκαετίες μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Αντίστοιχα
φαινόμενα αισθητικής απόκλισης από το αυθεντικό λειτουργικό μέλος συναντούμε
και στη σύγχρονη εποχή. Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη αγιογραφία και μουσική αντικαταστάθηκαν
από τη θρησκευτική τέχνη της δύσης ακόμη και στα μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας. Οι
ιεροί κανόνες και οι Άγιοι Πατέρες αποκλείουν τις άτακτες βοές και μονωδίες, καθώς
και τα ανοίκεια μέλη από την Εκκλησία. Οι Άγιοι της Ρωσίας στάρετς Σαμψών και
στάρετς Βαρσανούφιος θεωρούν την κατάσταση της πολυφωνικής μουσικής τους συμφορά
και κατάρα. Στον ελλαδικό χώρο τα φαινόμενα αυτά αντιμετωπίστηκαν σθεναρά από
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Κωνσταντίνο Ψάχο και τον Φώτη Κόντογλου. Ωστόσο
στις μέρες μας η εκκλησιαστική τέχνη αλλά και η μουσική υφίστανται μια επικίνδυνη
αισθητική μετάλλαξη. Αυτό οφείλεται βέβαια τόσο στον ξεπεσμό της καλαισθησίας
μας όσο επίσης στη θρησκειοποίηση, τα τεχνικά μέσα, αλλά κυρίως στη σύγχρονη εμπορευματοποίηση
της τέχνης. Έτσι η γενική ιδέα της Εκκλησίας αντικαθίστανται από το προσωπικό γούστο
με τη μοιραία και αλόγιστη χρήση των υλικών της καλλιτεχνικής έκφρασης και την ένταξη
της στο χώρο της κακογουστιάς και του κιτς. Τα καταλυτικά αυτά φαινόμενα έχουν γενικά
επισημανθεί. Οφείλουμε όμως εδώ από την πλευρά της μουσικής να τα καταδείξουμε
και να τα απομονώσουμε.
Οι πρώτες αποκλίσεις
της ψαλτικής από το λειτουργικό χαρακτήρα επισημαίνονται αμέσως μετά τη Μεταρρύθμιση
των Τριών Διδασκάλων. Έτσι η νέα σημειογραφία, με τις διευκολύνσεις της, δημιουργεί
ένα τεράστιο marketing μουσικών εκδόσεων. Οι επίσημες εγκύκλιοι του Πατριαρχείου
προς τους ιεροψάλτες με τις υποδείξεις των εκκλησιαστικών μελών δεν ίσχυσαν. Έκτοτε
μέχρι σήμερα, σειρές ολόκληρες μουσικών βιβλίων αντικαθιστούν τα κλασικά εκκλησιαστικά
μέλη. Αποτέλεσμα, οι ποικίλες απομιμήσεις των ύμνων της θ. λατρείας με μουσικά φολκλορικά
μουσικά άσματα. Ανάμεσα τους η χρήση των ασιατικών μακαμιών, οι πάσης φύσεως φιλολογικές
μετασκευές των ύμνων κατά νόημα. Οι ρυθμικές προσαρμογές της ψαλμωδίας τύπου καντάδας
και χορού βαλς (μεγαλυνάρια Υπαπαντής, Αγιορείτικα τυπικά Θ. λειτουργίας, κρατήματα
κ.α.) Ένα πραγματικά παραλήρημα διασκευών και αντικατάστασης παλαιών και καθιερωμένων
μελωδιών με υποπροϊόντα ξένα προς κάθε έννοια εκκλησιαστικού ύφους και ήθους.
Στις παραπάνω αποκλίσεις συμβάλλουν καθοριστικά τα νέα θεωρητικά στοιχεία της Μεταρρύθμισης,
τεχνικές που επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Και ωσάν να μην
έφθαναν όλα αυτά, επέρχεται και η λαίλαπα της τεχνολογίας. Έτσι, η εκκλησιαστική
μουσική από τη μια πλευρά εισέρχεται πλέον σταθερά και οδεύει στις ατραπούς της
καταναλωτικής υστερίας με τις ποικίλες και ανεξέλεγκτες ηχογραφήσεις και από
την άλλη ενδύεται το χιτώνα της ηχορύπανσης. Μεγάφωνα και μικρόφωνα, όπως και
στις κοσμικές διασκεδάσεις, συνθλίβουν κυριολεκτικά το λειτουργικό μέλος. Ωστόσο
η κακογουστιά και η παραφθορά της μουσικής αποθεώνονται στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα
και μάλιστα στα κρατικά με παράγωγες που προσβάλλουν ακόμη και το κοινό αίσθημα.
Και επιλέγονται οι μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων και ιδίως του Πάσχα, για εκπομπές,
όπου ψάλτες και κοσμικοί τραγουδιστές συναγωνίζονται στο μουσικό μακιγιάρισμα
με κλαυθμυρίσματα και μινυρίσματα ευτελούς καλλιτεχνικής αξίας και με επιδείξεις
καλλιφωνίας, οξυφωνίας και αυτοσχεδιασμού κακόγουστων οπερετικών η ακόμη και ανατολικών
κυριολεκτικά «εκτελέσεων». Παράδειγμα ο ύμνος της Μ. Εβδομάδας «Εξέδυσαν με τα ιμάτια
μου» με μια μουσική επένδυση εντελώς ξένη προς την ατμόσφαιρα και τα ήθη των ημερών, που εξοβέλισε την παραδοσιακή
μελωδία του Δοξασταρίου. Την ίδια επίσης τύχη έχουν και οι λειτουργικότατες μελωδίες
των εκφωνήσεων και των αναγνώσεων των αγιογραφικών κειμένων και των ακροτελευτίων
των ευχών, που μετατρέπονται σε μελισματικές μελωδίες του τύπου των μουεζίνηδων
και της ευρύτερης Ανατολής. Ξένες, τέλος, προς το ορθόδοξο βίωμα είναι οι μελωδίες
των εγκωμίων και της μπάντας στους Επιταφίους, που αντικατέστησαν το μυσταγωγικό
μέλος του νεκρώσιμου τρισαγίου.
Πέρα από κάθε συμπερασματικές
παραθέσεις καταθέτω δυο χαρακτηριστικούς εκκλησιαστικούς ύμνους που συμπληρώνουν
τη γοητεία της αισθητικής του κάλλους και του ωραίου των αρεοπαγητικών συγγραμμάτων
και που προσδίδουν θεολογικό κύρος σε ένα φυσικό, αυθόρμητο και πηγαίο αίσθημα.
Το ορθόδοξο βίωμα και οι τρεις αυτές πηγές αναδεικνύουν την ακτινοβολία της πατερικής
θεολογίας ανάμεσα στην αισθητική ευαισθησία
του Μεσαίωνα για το Κάλλος, την Ομορφιά, το Ωραίο, την Αλήθεια, που μας βγάζει
από το φαύλο κύκλο της τυφλότητας. Η αλήθεια είναι πάντοτε ωραία, ενώ η ωραιότητα
δεν είναι πάντοτε αληθινή. Πρόκειται για κατηγορίες αρχετυπικές και αιώνιες, δηλαδή
οντολογικές και υποστατικές στο πρόσωπο του Χριστού. Η ακριβολογία αυτή των ύμνων
παραμένει άγνωστη και δε την έχουν αποτυπώσει τα δοκίμια αισθητικής και θεολογίας.
Είναι το νέο στοιχείο που εισάγει η υμνογραφία. Άγνωστος παραμένει και ο όρος
της ψαλτικής «καλοφωνία», που είναι καθαρά φιλοκαλικός! Οι δυο ωστόσο ύμνοι συμπυκνώνουν
υπερφυώς την προοπτική της πνευματικότητας και της υπερβατικότητας του βυζαντινού
μέλους σε μια αρμονική σύζευξη των δυο προσεγγίσεων της Εκκλησιολογίας, την ευχαριστιακή
και την ασκητική. Άλλωστε αυτός είναι ο τελικός προορισμός της Εκκλησίας που συγκαλείται
από τον Νυμφίο της σε Δείπνο· η ευχαριστιακή δηλαδή μεταμόρφωση όλης της κτίσεως
και η αναφορά της στο άκτιστο, το οποίο αντιπροσφέρει στον κόσμο την αφθαρσία,
τη δόξα, την αιωνιότητα και την ωραιότητα του, το θείον και άρρητον κάλλος των αρετών του Χριστού κατά τον Κοσμά τον
Μελωδό. Αλλά ας μείνουμε λίγο στους ύμνους. Σε τελική ανάλυση τα δυο τροπάρια
της εκκλησίας που παρατίθενται παρακάτω αναζωγραφούν με συγκλονιστικό και
μοναδικό τρόπο στην παγκόσμια φιλολογία το υποστατικό Κάλλος: Τον Ίδιο Το
Χριστό! Είναι ευνόητο ότι οποιοδήποτε κάλλος στη λατρεία και στις τέχνες πρέπει
να εναρμονίζεται με το Κάλλος του Χριστού.
Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος,
παρὰ πάντας ἀνθρώπους,
ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς,
πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν
τοῦ νυμφῶνός σου,
τὴν δυσείμονά μου
μορφήν,
τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον,
τῇ μεθέξει τῶν
παθημάτων σου,
καὶ στολὴν δόξης
κοσμήσας,
τῆς σῆς ὡραιότητος,
δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον,
τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος
Τὸ θεῖον καὶ ἄρρητον
κάλλος,
τῶν ἀρετῶν Σου, Χριστέ,
διηγήσομαι· ἐξ ἀιδίου γὰρ δόξης συναΐδιον,
καὶ ἐνυπόστατον λάμψας ἀπαύγασμα,
παρθενικῆς ἀπὸ γαστρός,
τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ,
σωματωθεὶς ἀνέτειλας ἥλιος.